- ακαπέλα
- (a capella). Εκτέλεση εκκλησιαστικού ή άλλου άσματος μόνο από φωνές, χωρίς τη συνοδεία ορχήστρας ή οποιουδήποτε οργάνου. Συνηθίζονταν άλλοτε από τις χορωδίες των Δυτικών στα παρεκκλήσιά τους που λέγονται στα ιταλικά capella και από τα οποία προέρχεται και η ονομασία αυτή. Όταν πρόκειται για τέσσερις φωνές λέγεται και α λα παλεστρίνα.
Dictionary of Greek. 2013.